γεφυρώσει

γεφυρώσει
γεφύρωσις
furnishing with a causeway
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
γεφυρώσεϊ , γεφύρωσις
furnishing with a causeway
fem dat sg (epic)
γεφύρωσις
furnishing with a causeway
fem dat sg (attic ionic)
γεφῡρώσει , γεφυρόω
dam up
aor subj act 3rd sg (epic)
γεφῡρώσει , γεφυρόω
dam up
fut ind mid 2nd sg
γεφῡρώσει , γεφυρόω
dam up
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Αρσένιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο Μέγας (354 μ.Χ. – ; 445 μ.Χ.). Ρωμαίος σοφός, διάκονος και παιδαγωγός των γιων του Μεγάλου Θεοδοσίου. Πέθανε μοναχός στη λιβυκή σκήτη της Αφρικής. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Μαΐου και από τη… …   Dictionary of Greek

  • Γκλας, Φίλιπ — (Philip Glass, Βαλτιμόρη 1937 –). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης. Από τους σημαντικότερους συνθέτες της σύγχρονης μουσικής, ο Γ. έχει καταφέρει με το πολυποίκιλο έργο του να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ σοβαρής μουσικής και ποπ, χάρη σε νέους τρόπους… …   Dictionary of Greek

  • Λασσάνης, Γεώργιος — (Κοζάνη 1793 – Αθήνα 1870). Λόγιος, Φιλικός και πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στη Λειψία. Το 1818 ταξίδεψε διαδοχικά στην Πέστη της Ουγγαρίας και στη Μόσχα, για να καταλήξει στην Οδησσό, όπου εργάστηκε αποδοτικά ως δάσκαλος στην… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Στιλ — (De Stijl). Καλλιτεχνικό κίνημα, που ανέπτυξε το ομώνυμο ολλανδικό περιοδικό, το οποίο ίδρυσε το 1917 ο ζωγράφος και αρχιτέκτονας Τέο βαν Ντέσμπουργκ σε συνεργασία με τους ζωγράφους Πιετ Μόντριαν, Μπαρτ βαν ντερ Λεκ, Βιλμς Χούζαρ, τον γλύπτη… …   Dictionary of Greek

  • Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”